φοβέρ'

φοβέρ'
φοβερά , φοβερός
fearful
neut nom/voc/acc pl
φοβερά̱ , φοβερός
fearful
fem nom/voc/acc dual
φοβερά̱ , φοβερός
fearful
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
φοβερέ , φοβερός
fearful
masc voc sg
φοβεραί , φοβερός
fearful
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κελαινώψ — κελαινώψ, ὁ, ἡ (Α) κελαινώπας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + ώψ (< ὤψ, ὠπός: «όψη»), πρβλ. τυφλ ώψ, φοβερ ώψ] …   Dictionary of Greek

  • πονηρόφθαλμος — ον, Α αυτός που έχει πονηρό, βάσκανο μάτι, αυτός που το βλέμμα του ματιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. φοβερ όφθαλμος] …   Dictionary of Greek

  • φλογώψ — ῶπος, ὁ, ἡ, Α φλογωπός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + ώψ (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. φοβερ ώψ] …   Dictionary of Greek

  • χρυσώψ — ῶπος, ὁ, Α χρυσωπός, λαμπερός σαν χρυσάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ωψ (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. φοβερ ώψ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”